παρακρατικός

παρακρατικός
-ή, -ό [παρακράτος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παρακράτος («παρακρατικές οργανώσεις»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο παρακρατικός
άτομο που υπηρετεί το παρακράτος («οι παρακρατικοί εξόρμησαν και πάλι»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρακρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει σε οργάνωση που κινείται στο περιθώριο του κρατικού ελέγχου, αυτός που δρα παράνομα συνήθως με την ανοχή της κρατικής εξουσίας: Όσο πλησιάζουν οι εκλογές τόσο πιο πολύ οι παρακρατικοί πιέζουν και απειλούν τους πολίτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”